ζυγομαχώ

ζυγομαχώ
ζυγομαχῶ, -έω (Α)
1. (για άλογα) παλεύω, αγωνίζομαι προς τον ομόζυγό μου
2. γεν. φιλονικώ, ερίζω, αγωνίζομαι υπέρ ή εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -μαχώ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο-μαχώ, ναυ-μαχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζυγομαχῶ — ζυγομαχέω struggle with one s yoke fellow pres subj act 1st sg (attic epic doric) ζυγομαχέω struggle with one s yoke fellow pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζυγομαχία — ζυγομαχία, ἡ (Α) [ζυγομαχώ] 1. έριδα, φιλονικία, μάχη 2. εσωτερική πάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”